- κρυφοκουβέντιασμα
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρυφοκουβεντιάζω, το να κουβεντιάζει κανείς κρυφά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφοκουβέντιασμα — το [κρυφοκουβεντιάζω] κρυφή συζήτηση, κρυφομίλημα … Dictionary of Greek